- σπερματολόγος
- -ον, Αβλ. σπερμολόγος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπερματολόγοι — σπερματολόγος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπερματολόγους — σπερματολόγος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
σπερμολόγος — ο, η / σπερμολόγος, ον, ΝΜΑ, και σπερματολόγος, ον Α αυτός που συγκεντρώνει και διαδίδει ανεξέλεγκτες πληροφορίες και κακόβουλες φήμες (α. «είναι ένας αδίστακτος σπερμολόγος» β. «τί ἂν θέλοι ὁ σπερμολόγος οὗτος λέγειν;», ΚΔ γ. «σπερμολόγος,… … Dictionary of Greek
Λορεντζάτος, Ζήσιμος — (Αθήνα 1915 –). Φιλόλογος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη δοκιμιογραφία, την ποίηση και τη μετάφραση ξένων λογοτεχνών. Πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στον χώρο των… … Dictionary of Greek